- οξικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας»)3. φρ. α) «οξικό οξύ» — άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως αιθανοϊκό οξύ, το σημαντικότερο από τα καρβονικά οξέα, που παράγεται με τη μορφή αραιού διαλύματος ως προϊόν ζύμωσης και ακολούθως οξείδωσης τών φυσικών υδατανθράκων και το οποίο προσδιορίζει τις ιδιότητες τού ξιδιού, προσδίδοντας σε αυτό τη χαρακτηριστική οσμή και γεύση του, ή αποτελεί συστατικό τού προϊόντος τής ξηράς απόσταξης τών ξύλων το οποίο είναι γνωστό ως ξύλοξοςβ) «οξική ζύμωση» — ζύμωση που οφείλεται στη δράση τών οξικών βακτηρίων και τής οποίας αποτέλεσμα είναι η παρασκευή οξικού οξέοςγ) «οξική αλδεΰδη» — η ακεταλδεΰδη, αλλ. αιθανάληδ) «οξική κυτταρίνη» — οξικός εστέρας τής κυτταρίνης που είναι γνωστός στις βιομηχανικές μορφές του ως ασετάτ ή ρεγιόνε) «οξικός αιθυλεστέρας» — οργανική ένωση, εστέρας τού οξικού οξέος και τής αιθυλικής αλκοόλης, άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή που χρησιμοποιείται ως γενικό διαλυτικό μέσο, στις οργανικές συνθέσεις, στη φαρμακοβιομηχανία κ.α., αλλ. οξικό αιθύλιοστ) «οξικά βακτήρια» — αερόβια βακτήρια στη δράση τών οποίων οφείλεται η οξική ζύμωση, κατά την οποία οι μικροοργανισμοί αυτοί χρησιμοποιούν την αιθυλική αλκοόλη ως πηγή ενέργειας μετατρέποντάς την σε οξικό οξύ, αλλ. οξικοβακτήρια ή οξικοβακτηρίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος / ὀξύ. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθιμο Γαζή].
Dictionary of Greek. 2013.